- σηκώσῃ
- σηκάζωshut up in a penfut part act fem dat sg (attic epic ionic)σηκόωweighaor subj mid 2nd sgσηκόωweighaor subj act 3rd sgσηκόωweighfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σήκωση — η / σήκωσις, ώσεως, ΝΜ [σηκώνω] νεοελλ. 1. εορταστική συγκέντρωση, συνάθροιση για γιορτή, πανηγύρι 2. (ιδίως στην Κύπρο) η τελευταία Κυριακή τής αποκριάς («τη νύχτα τής σήκωσης κι οι σκύλοι χορτασμένοι», παροιμ.) μσν. ανύψωση, σήκωμα ψηλά … Dictionary of Greek